H ελληνική γλώσσα είναι ιδιαιτέρως πλούσια (και) σε ό,τι αφορά στις λέξεις που χρησιμοποιούμε ως… κοσμητικά επίθετα με σκοπό να κακοχαρακτηρίσουμε – προσβάλουμε κάποιον. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να μην είναι;
Μία από αυτές τις λέξεις είναι το «καθίκι». Ή μήπως «καθήκι»;
Τελικά πώς γράφεται η λέξη που όλοι έχουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας χρησιμοποιήσει στον προφορικό λόγο προκειμένου να αναφερθούμε σε έναν άνθρωπο χωρίς ηθικές αξίες αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν τον ορθό τρόπο γραφής της;
Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γιώργου Μπαμπινιώτη η εν λόγω λέξη γράφεται «καθοίκι» (< καθ- (< κατα-) + -οίκι < οίκος) και αναφέρεται σε οικιακό σκεύος υγιεινής το οποίο χρησιμοποιείται ως δοχείο υγρών. Δηλαδή δοχείο μέσα στο οποίο κάνει κανείς την ανάγκη του, συνήθως νήπια, ηλικιωμένοι και ασθενείς. Μεταφορικά, η σημασία του είναι εντελώς διαφορετική καθώς αναφέρεται σε άτομο δόλιο, ανυπόληπτο, δίχως αρχές.
Αναλυτικά, το λεξικό του Μπαμπινιώτη αναφέρει τα εξής: Συμπερασματικά, λοιπόν, από τη μία η γραφή «καθίκι» δεν μπορεί να στηριχθεί ετυμολογικά και κατά πάσα πιθανότητα έχει προκύψει από συσχέτιση με το ρήμα «καθίζω», ενώ η γραφή «καθήκι», πιθανολογείται πως προέρχεται λανθασμένα από το αρχαίο «κάθημαι».