Μια συνήθης κατηγορία εναντίον της Ν.Δ. και της κυβέρνησής της είναι αυτή περί «αλαζονείας του 41%». Αυτήν υποτίθεται ότι η αντιπολίτευση καλεί τους ψηφοφόρους να τιμωρήσουν. Μάλλον αξιοπερίεργο το αίτημα, αν κάποιος αναλύσει τη συμπεριφορά αρκετών παραγόντων της αντιπολίτευσης, η οποία είναι τόσο αλαζονική, ώστε να απορείς για τα αίτιά της, καθώς είναι αδύνατον να πηγάζει από πολιτική, εκλογική ή ποιοτική υπεροχή.
Ο δε Μητσοτάκης έχει τόσο πολλά συσσωρευμένα προβλήματα μπροστά του και η κυβέρνησή του εμφανίζει τόσο χαμηλές επιδόσεις σε κρίσιμους τομείς, ώστε να αισθάνεται ευτυχής όταν του καταλογίζεται κυρίως αλαζονεία, η οποία μάλιστα αποδίδεται από τους ίδιους τους αντιπάλους του στη συντριπτική κυριαρχία που του διασφαλίζει το 41%. Δύσκολο να σκεφτούμε κάποιο καλύτερο δώρο που θα μπορούσαν να του κάνουν.
Ωστόσο η απολύτως πραγματική κυβερνητική και νεοδημοκρατική αλαζονεία δεν πηγάζει μόνο από το 41%, αλλά κυρίως από την αδυναμία – ή ανικανότητα, αν προτιμάτε – των αντιπάλων του πρωθυπουργού να εμφανίσουν μια πειστική πρόταση, ικανή να ανταγωνιστεί με όρους εξουσίας τη διακυβέρνησή του. Το γεγονός δε ότι οι δύο βασικοί ανταγωνιστές του υπολείπονται – ακόμη και αθροιζόμενοι – του ποσοστού της Ν.Δ. από το 2019 μέχρι σήμερα, ακόμη και με τις νέες ηγεσίες τους, είναι μια ηχηρή καμπάνα, την οποία ελάχιστοι ακούν και ακόμη λιγότεροι καταλαβαίνουν τι τους λέει.
Αν μάλιστα ρίξουμε μια ματιά στα κύρια αντικυβερνητικά επιχειρήματα της αντιπολίτευσης – ιδίως της αξιωματικής –, είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι η ρητορική της είναι σχεδόν πανομοιότυπη, σε ύφος και περιεχόμενο, με αυτήν που απέτυχε παταγωδώς την περίοδο 2019-23 και την έριξε στο βάραθρο του 18% για τον ΣΥΡΙΖΑ και του 12% για το ΠΑΣΟΚ – αν και το τελευταίο έχει τουλάχιστον να λέει ότι ανέβηκε από το ακόμη πιο ανυπόληπτο 8%.
Ο δε θετικός / προγραμματικός λόγος τους συμπυκνώνεται σε επιμέρους προτάσεις, όμοιες με εκείνες της προηγούμενης τετραετίας, οι οποίες – ανεξαρτήτως της δημοσιονομικής ορθότητάς τους – μπορούν να χαρακτηριστούν συμπληρωματικές ή διορθωτικές της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά δεν δείχνουν έναν ουσιωδώς διαφορετικό δρόμο και τρόπο άσκησης της εξουσίας. Κυρίως όμως είναι προτάσεις που δεν ελήφθησαν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν από το εκλογικό σώμα.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί είναι πλέον επικίνδυνη για την κεντροαριστερή αντιπολίτευση. Αν αποτύχει στον ίδιο βαθμό και στην ευρωκάλπη, δεν είναι βέβαιο ότι θα λάβει παρόμοιες ευκαιρίες στο μέλλον. Οι καιροί αλλάζουν, βεβαιότητες καταρρέουν, νέα επίδικα αναδύονται στην κοινωνία. Η άνοδος της Ριζοσπαστικής και Άκρας Δεξιάς στην Ευρώπη, εις βάρος κυρίως της Κεντροαριστεράς, είναι κι αυτή μια ηχηρή καμπάνα, την οποία επίσης ελάχιστοι ακούν και ακόμη λιγότεροι καταλαβαίνουν τι τους λέει…